- παρακαταθνησκω
- παρακαταθνῄσκωπαρα-καταθνῄσκωумирать возле
(δαμάλει παρακάτθανε μόσχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δαμάλει παρακάτθανε μόσχος Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
παρακαταθνήσκω — Α πεθαίνω κοντά σε κάποιον … Dictionary of Greek
παρακάτθανε — παρακαταθνήσκω aor imperat act 2nd sg παρακαταθνήσκω aor ind act 3rd sg (homeric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)